πίλος

πίλος
ο / πῑλος, ΝΜΑ
1. κάλυμμα τής κεφαλής, καπέλο
2. είδος μύκητα που προσβάλλει την αμυγδαλιά και τα εσπεριδοειδή
μσν.-αρχ.
1. κάλυμμα τού κεφαλιού κατασκευασμένο από πίλημα, χωρίς γύρο, σκούφια («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾱσθαι ἐπιτήδειον, ὅ ἡμεῑς πιλωτὸν φαμέν», Μέγα Ετυμολογικόν)
μσν.
αρχιερατική μίτρα
αρχ.
1. το πίλημα ως υλικό για την εσωτερική επένδυση ή για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων (α. «πέδιλα πίλοις ἔντοσθε πυκάσας», Ησίοδ.
β. «ἅμαξαι πίλοις περιπεφραγμένοι», Ιπποκρ.)
2. κάλυμμα τής κεφαλής από οποιοδήποτε υλικό (α. «χαλκοῡς πῑλος» β. «πῑλος Λακωνικός»)
3. θώρακας από πίλημα
4. υποδήματα από πίλημα
5. σφαίρα, μπάλα («σφαιρίζουσα πίλῳ, ὤλισθεν εἰς τὸν Πηνειόν», Ανών.)
6. η μίτρα τών Ρωμαίων ιερέων
7. ο λόχος τών τριαριών («ἔστι δὲ πῑλος καὶ τάγμα, πρῶτος πῑλος καλούμενος», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Μορφολογικές δυσχέρειες εμποδίζουν τη σύνδεση τής λ. με τα συνώνυμα: αρχ. άνω γερμ. filz, αγγλοσαξ. felt (< IE *peldos) και επίσης με το αρχ. ρωσ. pŭlsti. Η σύνδεση εξάλλου τής λ. με τα λατ. pilleus «πίλος, τσόχινο καπέλο» και pilus «τρίχα» (< θ. *pil-s-o) δεν φαίνεται πιθανή, αφού το pilus είναι άγνωστης ετυμολ., ενώ το pilleus, όπως και το ελλ. πίλος, είναι μάλλον ανεξάρτητα δάνεια άγνωστης προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πῖλος — wool masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλός — Α (κατά τον Ησύχ.) «κοχλιός». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • φρύγιος πίλος — Κάλυμμα της κεφαλής, που το φορούσαν οι Φρύγες (κάτοικοι της αρχαίας Φρυγίας της Μικράς Ασίας). Ήταν ένας σκούφος σε σχήμα κόλουρου κώνου, συνήθως κόκκινου, που η κορφή του καμπτόταν ή έπεφτε προς τα εμπρός. Το είδος αυτό του καλύμματος το… …   Dictionary of Greek

  • πῖλοι — πῖλος wool masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῖλον — πῖλος wool masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανιτάρια — Κοινή ονομασία του υπέργειου, ογκώδους, γενικά μαλακού και σαρκώδους καρποσώματος ή σποριοφόρου σώματος πολλών ανώτερων μυκήτων, το οποίο παράγεται από ένα πλούσια διακλαδιζόμενο μυκήλιο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους των δασών… …   Dictionary of Greek

  • πίλεος — ὁ, Α ο πίλος, το κάλυμμα τής κεφαλής από πίλημα που φορούσαν οι απελεύθεροι στην αρχαία Ρώμη («πίλεον ἔχων... καὶ καλικίους καὶ καθόλου τοιαύτῃ διασκευῇ κεχρημένος οἵαν ἔχουσιν oἱ προσφάτως ἠλευθερωμένοι παρὰ Ῥωμαίοις», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • Pileus — Pour les articles homonymes, voir Pileus (homonymie). Ulysse coiffé du pilos. Le pileus ou pilleum …   Wikipédia en Français

  • Pilos — Pileus Pour les articles homonymes, voir Pileus (homonymie). Ulysse coiffé du pilos …   Wikipédia en Français

  • PILEUS — I. PILEUS insigne domus, in urbe Siciliae Catana, cuius inhabitatores hominum pessimi, dicuntur Taisnierio apud Thom. Fazellum, de Rebus Sic. l. 1. c. 1. Tritum, inquiit, Taisnierius in Chiromantia sua, est proverbium, inter totius orbis homines… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”